μαραγγιώ

μαραγγιώ
μαραγγιῶ, -άω (Μ)
(για τη φωτιά) φθίνω, σβήνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαραντιῶ < *μαραντός < μαραίνω (πρβλ. μαραγγιάζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”